ανθρωποειδή ή ανθρωποειδείς πίθηκοι — Ομάδα ανώτερων πρωτευόντων θηλαστικών, που μαζί με την οικογένεια των ανθρωπιδών, η οποία σήμερα αποτελείται μόνο από το γένος άνθρωπος, συγκροτούν την υπεροικογένεια των α. Περιλαμβάνει δύο οικογένειες, των υλοβατιδών (γίβωνες ή μικροί α.… … Dictionary of Greek
παλαιάνθρωποι — Ανθρωποειδή του μέσου πλειστόκαινου, το οποίο αντιστοιχεί στη μεσοπαγετώδη περίοδο Riss Wurrn και στις προχωρημένες φάσεις της τελευταίας εξάπλωσης των παγετώνων. Ο τυπικότερος αντιπρόσωπος των προϊστορικών αυτών ανθρώπων είναι ο άνθρωπος του… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
IMAGINES — I. IMAGINES in Gentilium religione multi usûs, qui tamen non apud omnes eorum semper viguit. Nam fuêre, qui urcumque Numina colentes varia, aut Solem saltem sub variis nominibus, neque atas, neque statuas Imag insque ullas eorum hab uêre, nec… … Hofmann J. Lexicon universale
πρωτεύοντα — (primates). Τάξη θηλαστικών, τα οποία, αν και διατήρησαν πρωτεγενείς χαρακτήρες, εμφανίζουν ανωτερότητα σε σχέση με άλλα παρόμοια. Στην τάξη αυτή ανήκουν ζώα που διαθέτουν μεγάλο και πολύπλοκο εγκέφαλο, όπως οι πίθηκοι λεμούριοι και οι τάρσιοι.… … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
κατάρρινοι — Υπόταξη των πρωτευόντων. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι τα ρουθούνια τους είναι στραμμένα προς τα κάτω και χωρίζονται από ένα στενό ρινικό διάφραγμα. Οι κ. περιλαμβάνουν τα πρωτεύοντα του Παλαιού Κόσμου και διακρίνονται σε δύο… … Dictionary of Greek
σιμιίδες — οι Ν ζωολ. υπόταξη πρωτευόντων με 6 αρτίγονες οικογένειες και 35 γένη, καθώς και 1 απολιθωμένη οικογένεια με 2 γένη, υπόταξη στην οποία ανήκουν ο άνθρωπος και οι πρόγονοί του, αλλ. ανθρωποειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. simiidae <… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek